Κριτική για το «Πριν την αποχώρηση» του Μπέρνχαρντ: Μπορούμε να γελάσουμε με τον ναζισμό;
Κριτική για την παράσταση «Πριν την αποχώρηση» του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη από την Λουίζα Αρκουμανέα.
"Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού. "
[...]
"Ο Νίκος Μαστοράκης αφουγκράστηκε και συνέλαβε τη διττή υπόσταση του έργου: διατήρησε το ρεαλιστικό περίβλημα (το σπίτι, τα αντικείμενα-φετίχ, τη σιδερώστρα, το άλμπουμ κ.ά.), ενώ φρόντισε να αποδώσει τη ζωτική διαμάχη της παράνοιας με την κανονικότητα μέσα από τις ερμηνείες, τις επίμονα δουλεμένες εναλλαγές του ρυθμού και του λόγου. Οι συνειρμικοί μονόλογοι των ηρώων μετατρέπονται σε δίνες εμμονών, απωθημένων και αναμνήσεων που ρουφούν τον θεατή σε αέναους κύκλους επανάληψης – κι αυτή είναι και η βασική αρχή που διέπει τη ζωή τους. Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση πυκνή και απέριττη μεν, βουτηγμένη στους χυμούς μιας συναρπαστικής ειρωνείας δε, η οποία καλεί τον θεατή να γελάσει αβίαστα με αυτή την «κωμωδία της γερμανικής ψυχής» που προφανώς δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην εν λόγω χώρα αλλά απλώνει τα πλοκάμια της παντού. Μας έδειξε, όπως υποστηρίζει ο Κλάους Πάιμαν, κορυφαίος συνομιλητής του Αυστριακού συγγραφέα, «ότι ο Μπέρνχαρντ δεν είναι ούτε τραγωδός ούτε κωμωδός, είναι πάντα και τα δύο μαζί».
Ιδανική ενσάρκωση του μπερνχαρντικού πνεύματος αποδεικνύεται η Μπέττυ Αρβανίτη ως Βέρα. Σε αυτή την εξαιρετική και υποδειγματική ειρωνική ερμηνεία, η ηθοποιός βρίσκεται «μέσα» και «έξω» ανά πάσα στιγμή, ενορχηστρώνοντας άγρυπνη τη ζοφερή τελετή τόσο σε θεατρικό όσο και σε μεταθεατρικό επίπεδο. Με πείσμα και μπρίο «σκηνοθετεί» τα αδέλφια της, η δύναμη της δικής της θέλησης συντηρεί όλη αυτή την ανατριχιαστική φάρσα ζωντανή, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει να έχει πλήρη συναίσθηση ότι παίζει έναν ρόλο, ότι όλοι παίζουν έναν ρόλο, και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να μείνουν πιστοί στο «σενάριο». Μια θαυμαστή ισορροπία που απαιτεί τεράστια δεξιοτεχνία και θάρρος, όταν το πιο μικρό παραπάτημα απειλεί να τα τινάξει όλα στον αέρα.
Ο Περικλής Μουστάκης ως δικαστής Ρούντολφ επιδίδεται με πάθος στην περιπέτεια του ρόλου του, συλλαμβάνει τον τρικυμιώδη ψυχισμό του, την αδυναμία της φαύλης συνείδησης να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της και να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Οι τονισμοί του διαρκώς αυξομειώνονται, το σώμα του βιώνει την υπερένταση, τα χέρια του τρέμουν.
[...]
Τέλος, η Σμαράγδα Σμυρναίου ως Κλάρα τα λέει όλα μέσα από τη βλοσυρή, οργισμένη σιωπή της. Η Κλάρα είμαστε εμείς, οι «παράλυτοι» θεατές που παρακολουθούμε ανήμποροι τη φρίκη να εκτυλίσσεται μπροστά μας, χωρίς να μπορούμε να την εμποδίσουμε, παρά μόνο να την καταδικάσουμε μέσα από το βλέμμα μας. Η μόνη διαφορά είναι πως, ενώ εκείνη δεν μπορεί ούτε καν να μειδιάσει, εμείς έχουμε την πολυτέλεια ενός απελευθερωτικού γέλιου που μόνον η απόσταση από τα πράγματα μπορεί να εξασφαλίσει. Μια απόσταση πλασματική, φυσικά, εφόσον κατά βάθος ξέρουμε πως όλα αυτά τα τέρατα ζουν πράγματι ανάμεσά μας, ενδεχομένως ακόμα και στη διπλανή μας πόρτα.
Ολόκληρη η κριτική εδώ