Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Show menu

Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Πρώτη Παράσταση: 09/11/2011

ΠΑΙΖΟΥΝ:


Μπέττυ Αρβανίτη
Λίλλυ Μελεμέ
Λουκία Μιχαλοπούλου
Παναγιώτης Παναγόπουλος
Τζίνη Παπαδοπούλου
Χάρης Χαραλάμπους

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Τηλέμαχος Μούσας
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μάρκος Τσούμας
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα

Έργο οριακό. Μοναδικό στα ελληνικά γράμματα. Ψυχογράφημα και καταγγελία. Συγκαλυμμένη εξομολόγηση. Βιωματική κατάθεση κάτω από το προσωπείο του «κοινωνικού» αφηγήματος. Εδώ, η έκφραση του Παπαδιαμάντη στη σημαντικότερη στιγμή της σε μια παράσταση που απέσπασε πλήθος βραβείων από το περιοδικό Αθηνόραμα και χάρισε στην Μπέττυ Αρβανίτη το βραβείο ερμηνείας «Κάρολος Κουν» και στον Στάθη Λιβαθινό το αντίστοιχο βραβείο σκηνοθεσίας.

Θεατρική περίοδος 2011-2012 (Πρώτη Παράσταση: 9/11/2011)

Η παράσταση επαναλήφθηκε την περίοδο 2012-2013

 

Αποσπάσματα από κριτικές

Αυτό που βλέπουμε στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας είναι η απόπειρα ανεβάσματος του έργου από μια ομάδα ηθοποιών, σε ένα εργαστηριακό πεδίο διάστικτο από θεωρητικές παρεμβάσεις, αναλύσεις, πληροφορίες και διευκρινίσεις. Κάτι σαν να ενσωματώνεις το πρόγραμμα της παράστασης στην ίδια την παράσταση.

Ωραία πράγματα. Και κάπως ψυχρά. Αν κάποιος στάθμευε εδώ θα είχαμε στην καλύτερη περίπτωση ένα ανιμασιόν με μπόλικη νεωτεριστική οίηση και λίγη ψυχή. Το παιχνίδι ωστόσο για τον Λιβαθινό ξεκινά από εδώ, από την εργαστηριακή ανάλυση και την «ερμηνεία» της Φόνισσας –ερμηνεία όχι μόνο κοινωνιολογική ή φεμινιστική, αλλά και θεατρολογική και λογοτεχνική. Από εδώ και έπειτα απλώνεται η άβυσσός της.

Καθώς βλέπουμε την εγκλωβισμένη μέσα σε ένα χαντάκι άμμου Φόνισσα της Μπέττυς Αρβανίτη να απολογείται και να αναβιώνει το έγκλημά της πριν τελικά χαθεί σε μια αβέβαιη ανάληψη, νιώθουμε ότι παρακολουθούμε κάτι περισσότερο από το άγχος της «ερμηνείας» της. Πρόκειται για την αγωνία εξιλασμού της. Μια παράξενη αίσθηση ότι βρισκόμαστε μάρτυρες στον εξορκισμό μιας αιώνια δαιμονισμένης.

Είναι γεγονός ότι η Φραγκογιαννού καταλαμβάνεται από τον οίστρο του θανάτου, από τη σκοτεινή θέληση να επέμβει στον κόσμο και να ενεργήσει πάνω του. Σε αυτή την κατάληψη της επιθυμίας που την κατέχει, οι όποιες ευλογοφανείς ερμηνείες έρχονται εκ των υστέρων και μοιάζουν με πρόδηλες δικαιολογίες. Μόνο ελάχιστοι συγγραφείς κάποτε, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ, ο Ντοστογιέφσκι, μπόρεσαν να αποδώσουν τη φύση του Κακού με αυτό τον τρόπο, σαν μια αδιάλυτη και ερεβώδη δύναμη, ικανή να ανακαλύπτει εξόδους στα ανθρώπινα επιχειρήματα.

Μετά από αυτά δεν χρειάζεται να τονίσω την ιδιαιτερότητα και τη σημασία της παράστασης. Θαυμάσιοι οι ηθοποιοί της, χαρακτηρολογούν στα αφηγηματικά μέρη και προσωποποιούν τις περιγραφές της. Η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Λίλλυ Μελεμέ, η Λουκία Μιχαλοπούλου, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Χάρης Χαραλάμπους τοποθετούν τον εαυτό τους όχι πέραν του έργου, αλλά ενώπιόν του, διατηρώντας το δικαίωμα της αυτοτελούς προσωπικότητας.

Στο μέσον της σκηνής η Μπέττυ Αρβανίτη –ίσως στην πιο δυνατή στιγμή της πρόσφατης καριέρας της– κουβαλά τα ράκη της μαρτυρικής Φραγκογιαννούς (το κοστούμι της Ελένης Μανωλοπούλου με τις πολλές τσέπες παραπέμπει εννοιολογικά σε ράσο, αλλά και σε αμπέχονο στρατευμένης). Το σημαντικό: η παρουσία της δίνει στο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη την υφή ενός πλάσματος που ξεστράτισε στο δικό μας κόσμο και του οποίου η ηθική κρίση ανήκει στη δικαιοδοσία μιας μελλοντικής ανθρωπότητας. Κρατούμε αυτή την παρουσία σαν σπάνιο κτέρισμα.

Γρηγόρης Ιωαννίδης, «Η διαλεκτική της Φόνισσας», Ελευθεροτυπία,10 Δεκεμβρίου 2011

 

Σε μια ζώνη δαπέδου ελάχιστη, γύρω από ένα σκάμμα με γκρίζα άμμο, πάνω σε πάγκους, σκαλοπάτια, πίσω από κολώνες, πάνω σε κάγκελα πέντε αεικίνητοι ηθοποιοί με ...πολιτικά, στρατευμένοι ωστόσο μέχρι το μεδούλι στην τέχνη τους, ζωντανεύουν εκτός από τον εαυτό τους, όλα τα περιφερειακά αλλά σημαντικά πρόσωπα της διήγησης μαζί και τον αφηγητή-ποιητή, μαζί και τις μετακινήσεις της πρωταγωνίστριας.

Μέσα στο σκάμμα με την γκρίζα, απροσδιόριστης υφής άμμο που το μετατρέπει σε βάλτο ή σε τεφρόλουτρο, η Μπέττυ Αρβανίτη ως Φραγκογιαννού, γίνεται ένα μ’ αυτήν την ύλη-χώμα-τέφρα και «μισοπλαγιασμένη» (όπως τη θέλει η πρώτη-πρώτη λέξη του διηγήματος) δίνει ένα ματς-ρεσιτάλ με τη θαυμαστά καλπάζουσα «ακινησία», που είναι και η κεντρική ιδέα της δυνατής παράστασης.

Το κύλισμα μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο-σκάμμα του αβίωτου βίου της όπου τρεις και τέσσερις φορές θα «ψηλώσει» ο νους της ως φόνισσα μικρών κορασίδων, σταματάει μόνο στο τέλος. Όταν ακροπατώντας σε μια σανίδα οικοδομής, χάνεται στα κύματα, δέκα βήματα από τον Άι-Σώστη... «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».

Μια επίμονη ηθοποιός, έπειτα από έτη στοχευμένης δουλειάς, μαθητείας και άσκησης πάνω στην ποιότητα, τη συνέπεια, τη συνέχεια, ζωντανεύει τραγικά και χιουμοριστικά, τελετουργικά και μοντέρνα, ζοφερά και περιπαιχτικά, επικά και αφρισμένα τη μεγάλη στιγμή ενός ιδιοφυούς, συχνά συκοφαντημένου πεζογράφου διεθνούς εμβέλειας, εκατό χρόνια από τον θάνατό του. […]

Οι διακεκριμένες ηθοποιοί Λίλλυ Μελεμέ, Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, δίνουν μαθήματα ακριβέστατης, ευαίσθητης, συναρπαστικής, αφηγηματικής σκυταλοδρομίας. Λαμπρά παραδείγματα σκηνικής προσωπικότητας μέσα στη συλλογικότητα, μια από τις σκηνοθετικές αρχές του Λιβαθινού. Κοντά τους ο Παναγιώτης Παναγόπουλος (που χειρίζεται και τα ηλεκτρονικά ακούσματα από τη μεικτή με ήχους, ψαλμούς και μοιρολόγια μουσική του Τηλέμαχου Μούσα) και ο Χάρης Χαραλάμπους τις συναγωνίζονται στις ακαριαίες εναλλαγές ρόλων, λειτουργιών και ύφους.

Άννυ Κολτσιδοπούλου, «Τιμή στον Παπαδιαμάντη», Η Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2011

 

Η αφαιρετική εικαστικότητα του σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου επιτρέπει μόνο σε ελάχιστα αντικείμενα να εμφανιστούν: λίγα κεριά, δυο-τρία χαρτόκουτα και παιδικά σκαμνάκια, ένα χάρτινο καραβάκι. Δεν χρειάζεται περισσότερα η ασκητική αυτή παράσταση. Έχει, εξάλλου, πέντε νέους ηθοποιούς να υπηρετούν με οίστρο την εξιστόρηση και ταυτόχρονα τους ρόλους των παιδιών της Φραγκογιαννούς, των γαμπρών της, των υποψήφιων θυμάτων της και των άλλων προσώπων που εμφανίζονται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Και υπάρχει, βέβαια, η Μπέττυ Αρβανίτη. Έχω την αίσθηση πως με αυτό τον ρόλο, […] σφραγίζει ανεξίτηλα την καριέρα της. Ερμηνεύει ακόμη και με τα ακροδάκτυλα τη σπαρακτική εξομολόγησή της και συνάμα αποστασιοποιείται σχολιάζοντάς τη με μια μετα-δραματική υποκριτική χειρονομία μοντέρνας ευαισθησίας και αρχέγονης ισχύος.

Αυτήν, άλλωστε, τη διττή διάσταση του λόγου, που γίνεται δράση, χωρίς όμως να αποκτά τα ψιμύθια της ρεαλιστικής απεικόνισης, προασπίζεται και η εμβριθής «εξομολογητική» διασκευή του διηγήματος σε τρίτο πρόσωπο από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη.

Ιλειάνα Δημάδη, «Φόνισσα», Αθηνόραμα, 15 Δεκεμβρίου 2011

 

Τόσο η θεατρική διασκευή όσο και η σκηνοθεσία στοχεύουν κατ’ ευθείαν στην καρδιά, στον σκοτεινό πυρήνα του έργου που βλέπουν, σωστά, ως μια αρχαϊκή και σύγχρονη μαζί, κοινωνική και υπαρξιακή τραγωδία. Για να την αποδώσουν ως τέτοια, σε αλλεπάλληλα ζεύγη «συναμφότερων» με όλα τα χώματα-χρώματα και με όλες τις κρημνώδεις μεταπτώσεις του φυσικού και ψυχικού τοπίου της: από την αθωότητα ως την ενοχή, από τη ζωή ως τον θάνατο, από το έγκλημα ως την τιμωρία και από την ενοχή ως τη λύτρωση: με τον έλεο και με τον φόβο.

Μέγα προσόν της παράστασης είναι ότι δεν επιχειρεί να παραστήσει αυτό που δεν παριστάνεται. Περιορίζεται μόνο να το δείξει: με έναν άτυπο «χορό» τραγωδίας τοποθετημένο στρατηγικά πλάγια, λοξά σε μια ατμόσφαιρα γήινη-ονειρική, να ψάλλει σε «μινόρε». Φορώντας τα απλά καθημερινά του ενδύματα-αισθήματα, αντιστικτικά σε μια γλώσσα παπαδιαμαντική και «ιερατική», απαντώντας με «όνειρο ημερόφαντο» στη νύκτια λογική των «τεράτων»: «σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου!». Που είναι ένας κοντινός, διπλανός, δικός μας κόσμος είναι εν τέλει, με όλους τους σπαραγμούς του, ο κόσμος μας.

Λέανδρος Πολενάκης, «Παπαδιαμαντικά», Η Αυγή, 11 Δεκεμβρίου 2011

CREATED BY GRAVITY.GR