Οι δούλες του Ζαν Ζενέ
ΠΑΙΖΟΥΝ:
Κλαίρ: Ρένη Πιττακή
Σολάνζ: Μπέττυ Αρβανίτη
Κυρία: Μάγια Λυμπεροπούλου / Αννέζα Παπαδοπούλου
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά-Κοστούμια: Χλόη Ομπολένσκι
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνογράφος: Τότα Πρίτσα
Επιμέλεια κίνησης: Μαριέλα Νέστορα
Σύνθεση ήχων: Δημήτρης Ιατρόπουλος
Μακιγιάζ: Άγγελος Μέντης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μαρία Πρωτόππαπα / 'Ακης Λυρής
Ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθετεί ένα κλασικό κείμενο του Ζαν Ζενέ σε μια παράσταση με τρεις σπουδαίες πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου που θεωρήθηκε η «αρτιότερη μέχρι σήμερα παράστασή αυτού του έργου στην Ελλάδα» (Λ. Πολενάκης, 4/12/2005).
Θεατρική περίοδος 2005-2006 (Πρώτη παράσταση: 9 Νοεμβρίου 2005)
Αποσπάσματα από κριτικές
Στο Θέατρο Κεφαλληνίας ο Βογιατζής, στην κλασική μετάφραση του Δημητριάδη, σκηνοθέτησε με τη λογική φαρμακευτικού ζυγού, με επιμονή στη λεπτομέρεια, τις Δούλες του Ζενέ, ένα έργο που εδώ και χρόνια ως γραφή έχει ξεπεραστεί, αλλά ως περιεχόμενο όσο περνούν τα χρόνια γίνεται συνταρακτικότερο. Και μη προς κακοφανισμόν τα ανωτέρω. Και ο Αισχύλος ως γραμμή και δομή είναι έξω από τα νερά μας, ακόμη και την αισθητική μας, αλλά μας αφορά. Καίρια.
Ο Βογιατζής μέσα στον αριστουργηματικό χώρο της Ομπολένσκι δίδαξε τις τρεις σπουδαίες πρωταγωνίστριες βάθος υποκριτικής οπτικής και σχέσεις σκηνικές ως ιστό αράχνης. Η Μπέττυ Αρβανίτη ξεπέρασε άλλη μια φορά τα όριά της (Σολάνζ), η Ρένη Πιττακή (Κλαιρ) με φαντασία δημιούργησε, ηθοποιός αυτή χωρίς μανιέρα, κάτι σημαντικό, έδωσε μανιέρα στον ρόλο της, αφού υποδύεται την Κυρία. Η Μάγια Λυμπεροπούλου (Κυρία) γνωρίζει να παίζει στα δάκτυλα τα στυλ και αυτοσχεδίασε σκηνικά τη ρητορική μιας ολόκληρης τάξης και μιας μεγάλης μερίδας γυναικείας ματαιόδοξης ευήθειας.
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Ποιητές ήθους», Τα Νέα, 9 Ιανουαρίου 2006
Ο Λευτέρης Βογιατζής, που σκηνοθετεί την παράσταση στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», στην έμπειρη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, βρίσκει τον δρόμο, ξετυλίγει το νήμα ευθύγραμμα, στοχεύει κατ’ ευθείαν στον ποιητικό πυρήνα χωρίς να στέκει στο γράμμα, και αποφεύγει όσο γίνεται τους περίπλοκους μαιάνδρους μιας αέναα ελισσόμενης, ενδοστρεφούς σκέψης, που «κρύπτεσθαι φιλεί». Η παράσταση έχει έξοχους ρεαλιστικούς-ονειρικούς την ίδια στιγμή χρόνους και ρυθμούς και μια συμπάγεια ύφους διαυγούς μέσα στη «θολότητά» του, που την αναδεικνύουν ως την αρτιότερη μέχρι σήμερα παράσταση αυτού του πολυπαιγμένου στην Ελλάδα έργου.
Η διδασκαλία φωτίζει τους ρόλους ως παρουσίες εν απουσία, δίνει το περίγραμμά τους πάνω στην πηχτή λάσπη των βυθών της ύπαρξης, ως το αποτύπωμα που διαρκεί μετά το πέρασμά τους. «Αυτό το ακαριαίον», που θα έλεγε ο Καβάφης. Η Μπέττυ Αρβανίτη εγκαθίσταται στον ρόλο και τον αποτυπώνει ως κάτοψη ύπαρξης, με αφώτιστα υπόγεια. Είναι συγχρόνως και το στατικό σχέδιο της οικοδομής. Η Μάγια Λυμπεροπούλου, σε ρεσιτάλ θεατρικής μεταμόρφωσης, δίνει τη φωτισμένη πρόσοψη του ιστορικού μας οικοδομήματος. Η Ρένη Πιττακή ερμηνεύει, πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, κάτοψη και πρόσοψη του διατηρητέου, δίνοντας το ανάγλυφο προοπτικό.
Λένανδρος Πολενάκης, «Αυτό το ακαριαίον», Κυριακάτικη Αυγή, 4 Δεκεμβρίου 2005
Ο Λευτέρης Βογιατζής, που σκηνοθέτησε την παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, επικέντρωσε στο στοιχείο της θεατρικής τελετουργίας. Δεν ακολούθησε τις σκηνικές οδηγίες που μιλούν για έπιπλα στιλ Λουί ΙΕ΄. Το σκηνικό της Χλόης Ομπολένσκι είναι η σκηνή του θεάτρου προτού εγκατασταθεί το σκηνικό, ένας χώρος που απογυμνωμένος από ιδέες και νοήματα είναι άσχημος (σκεφτείτε την εικόνα μιας γυναίκας φιλάρεσκης που δέχεται απροετοίμαστη μία αιφνίδια επίσκεψη). Μόνο στο κέντρο της τοποθέτησε ένα χτιστό κρεβάτι-θυσιαστήριο. Λουλούδια σε τσίγκινα δοχεία, φορέματα της κυρίας που δημιουργούνται όταν σ’ ένα μπουρνούζι στερεώσεις ένα κομμάτι ταφτά, κατέδειξαν ότι στόχος της παράστασης είναι να προκαλέσει μια υποκριτική ουσίας όπου το μόνο πραγματικά σημαντικό είναι αυτό που θα αποκαλύψουν οι ηθοποιοί με τις ερμηνείες τους.
Ο Ζενέ δεν έκρυβε τη βαθιά του απογοήτευση για τον τρόπο που υπηρετούσαν το θέατρο οι ηθοποιοί, κινούμενοι από ναρκισσισμό και επιδειξιομανία, και «ταυτιζόμενοι» –μέσα στην αλαζονική ανοησία τους– με τον τάδε ή δείνα ήρωα. Ο ίδιος ήθελε τον ηθοποιό «ενεργό σύμβολο», που να επιμένει στην ανθρώπινη ουσία, όχι στα ατομικά χαρακτηριστικά, απελευθερώνοντας τη θεατρική τέχνη από τις συμβάσεις του ψυχορραγούντος δυτικού θεάτρου.
Αυτό προσπάθησε ο Λ. Βογιατζής με τη Ρένη Πιττάκη, την Μπέττυ Αρβανίτη και τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Το αποτέλεσμα είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Οι δυο πρώτες άφησαν στην άκρη κάθε φιλαρέσκεια και χωρίς φτιασίδια κατάφεραν ερμηνείες ουσίας, στα ενδότερα της διαταραγμένης ψυχικής κατάστασης των υπηρετριών, μάλιστα υιοθετώντας μία χοροθεατρική, «τελετουργική» και παράλογη κίνηση. Η Μάγια Λυμπεροπούλου, πάλι, ήταν απολαυστική στον ρόλο της Κυρίας, μιας γυναίκας που παίζει ρόλους και που βρίσκει τον εαυτό της μέσα από επινοημένες εικόνες και ιδέες που πιστεύει ότι της ταιριάζουν ή ότι οι άλλοι έχουν γι’ αυτήν.
Ματίνα Καλτάκη, «“Δούλες”, αλλά υπέροχες», Ο Κόσμος του Επενδυτή, 30 Δεκεμβρίου 2005
Πόσο πολύ μπορεί μια παράσταση να αναδείξει ένα έργο. Οι Δούλες του Ζαν Ζενέ, έτσι όπως παρουσιάζονται στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας από την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, μοιάζουν σαν να αναβαπτίστηκαν, για να μην πω σαν να ξαναγεννήθηκαν. Δεν κρύβω ότι είχα την αίσθηση, πριν πάω σε αυτό το θέατρο, πως οι Δούλες ως έργο έχουν ξεπεραστεί, πως η επιλογή τους έμοιαζε και σαν αδιέξοδο επιλογής σε μια εποχή που δεν υπάρχουν έργα και πρέπει να βρούμε κάτι «ποιοτικό» και φτηνό, αφού έχει τρία πρόσωπα όλα κι όλα, και επιχειρηματικά συμφέρει.
Πόσο είχα απατηθεί! Μόνο όταν ξεκίνησε η παράσταση κι όσο προχωρούσε, καταλάβαινα την αλήθεια, καθώς η πλάνη μου εξαφανιζόταν και στη θέση της θρονιαζόταν η μέθεξη, αυτή που μόνο το ωραίο θέατρο μπορεί και προσφέρει. Δεν έφταιγαν οι Δούλες του Ζαν Ζενέ που εγώ είχα σχηματίσει λανθασμένη γνώμη. Έφταιγαν τα ανεβάσματα που είχα δει, όπου πράγματι η επιλογή του έργου είχε να κάνει με το ότι φέρει έναν τίτλο βαρύ, ένα συγγραφέα που υπήρξε πρωτοπόρος στις αιρέσεις του και τρία πρόσωπα, που μπορεί να μην κοστίζουν πολλά στην παραγωγή. Αυτοί ήταν οι λόγοι που το ανέβαζαν, σε παραστάσεις που έτυχε να δω και δεν ήταν λίγες.
Η τωρινή μάς επανέφερε στην τάξη. Αυτή τη φορά είχε λόγο που ανεβάστηκε, είχε πολλά να πει και το σημαντικότερο έδειξε πόσο διαχρονικό είναι το έργο του «καταραμένου» Γάλλου συγγραφέα.
Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, «Δούλες εκ βάθους ψυχής...», Ελεύθερος Τύπος, 9 Ιανουάριου 2006
Συνήθως, οι σκηνοθετικές «αναγνώσεις» του έργου τείνουν στην γκροτέσκα, υπερβολική υπογράμμιση των μεταμορφώσεων των δύο υπηρετριών, οι οποίες «παριστάνουν» την κυρία τους, κατά την απουσία της. Ο Λ. Βογιατζής, απέρριψε κάθε εντυπωσιοθηρισμό. Με εκπληκτικά αφαιρετικό ρεαλισμό έφερε στην επιφάνεια το «μεδούλι» του έργου και των συμβολικών προσώπων. Είδε το έργο μέσα από ένα νέο, καθάριο, απέριττο, ουσιώδες ιδεολογικοαισθητικό πρίσμα το έργο. «Φώτισε» το βαθύτατα ταξικό του υπόβαθρο και τα ταξικά χαρακτηριστικά του διπόλου. Την επηρμένη, επιτηδευμένη «φινέτσα» και την υποκριτική «ανωτερότητα» της «Κυρίας» και τη στερημένη κάθε χαρά, απόλαυση και ελπιδοφόρα προοπτική, ζωή των υπηρετριών. Στέρηση που γεννά ανεξέλεγκτο ψυχοδιανοητικό άλγος, ταξικό μίσος και φονικές πράξεις.
Στην πολύ σημαντική, κατά την υπογράφουσα, σκηνοθετική «ανάγνωση», συνέδραμαν ουσιαστικά όλοι οι συντελεστές της. Η ρεαλιστική μετάφραση (Δημήτρης Δημητριάδης), η σκηνογραφική απογύμνωση της σκηνής και τα λιτά κοστούμια (Χλόη Ομπολένσκι), οι φυσικοί φωτισμοί (Λευτέρης Παυλόπουλος), το μακιγιάζ - μάσκες (Άγγελος Μέντης).
Και τι να πούμε για τις ερμηνείες της Ρένης Πιττακή, της Μπέττυς Αρβανίτη, της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Πώς να διαβαθμίσει κανείς, χωρίς να αδικήσει τη μια ή την άλλη, τις εξίσου σπουδαίες, απόλυτα αρμόζουσες στους ρόλους τους δημιουργίες τους. Υποκριτικά «διαμάντια» και οι τρεις, που μεγέθυναν και αποκρυστάλλωσαν τη σκηνοθετική «ανάγνωση». Θεωρούμε, όμως, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ζήτησε και πέτυχε μια αξιοθαύμαστη απελευθέρωση των εκφραστικών μέσων και υποκριτικών «κωδίκων» της Μπέττυς Αρβανίτη, απελευθέρωση που εμπλουτίζει τον ερμηνευτικό της ορίζοντα.
Θυμέλη, «“Ποιητής” της σκηνής», Ριζοσπάστης, 4 Ιανουάριου 2006