Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας

Show menu

Η κυρία από τη θάλασσα του Χένρικ Ίψεν

Πρώτη Παράσταση: 04/11/1994

ΠΑΙΖΟΥΝ:


Μπάλεστεντ: Διονύσης Μανουσάκης
Μπολέττα: Χρύσα Σπηλιώτη
Λύγκστραντ: Δημήτρης Σίνης
Χίλντα: Χριστίνα Παπαμίχου – Βάσω Γουλιελμάκη
Γιατρός Βάγκελ: Γιάννης Βόγλης
Άρνχολμ: Σοφοκλής Πέππας
Ελλίντα: Μπέττυ Αρβανίτη
Ο Ξένος: Κίμων Ρηγόπουλος

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ


Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία: Μίνως Βολανάκης
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Το διάσημο έργο του Χένρικ Ίψεν σε μια υποδειγματική σκηνοθεσία από τον Μ. Βολανάκη που χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως «ευτύχημα μεταφραστικό, σκηνοθετικό και ερμηνευτικό» (Ριζοσπάστης, 17/1/1995).

 

Θεατρική περίοδος 1994-1995 (Πρώτη παράσταση: 4 Νοεμβρίου 1994)

Η παράσταση επαναλήφθηκε την περίοδο 1995-1996

 

Αποσπάσματα από κριτικές

Τόσο η μετάφραση του Βολανάκη όσο και η σκηνοθεσία του, σαν κλίμα, ρυθμός, ατμόσφαιρα, ύφος, πραγματοποιούν αυτό το ίσως απλό να το πεις κι όμως τόσο δύσκολο να το εφαρμόσεις, τη δημιουργική σύνθεση – εξισορρόπηση ανάμεσα στις δυο εκφραστικές ανάγκες του ιψενικού κειμένου, στην ουσία ενός ποιήματος (μπαλάντας) που γίνεται θέατρο, μέσα από μια διαδικασία σχεδόν «φυσική». […] Οι ρόλοι δόθηκαν αδρά, χτίστηκαν με στέρεα, γήινα υλικά και με προδιαγραφές διάρκειας, «να πατούν στο χώμα και να διαγράφονται στο νερό». Η Μπέττυ Αρβανίτη με πειθαρχία σώματος και φωνής, κατορθώνει να συγκεντρώνεται ολόκληρη και να συγκεντρώνει κάθε φορά τον ρόλο συνολικά στις πιο μικρές κινήσεις, στις πιο ανεπαίσθητες παύσεις. Είναι νομίζω η καλύτερή της μέχρι σήμερα δουλειά, στην οποία πίστεψε περισσότερο και που τη φέρνει στα πρόθυρα απογείωσης.

Λέανδρος Πολενάκης, «Η γυναίκα που ήρθε απ’ τη θάλασσα», Κυριακάτικη Αυγή, 27 Νοεμβρίου 1994

 

Ο Μίνως Βολανάκης άλλαξε πολλά σ’ αυτή την παράσταση του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. […] Άλλαξε ουσιαστικά τον τίτλο του έργου. Η Κυρά της θάλασσας έγινε Η κυρία από τη θάλασσα. Η αλλαγή είναι σημαντική και κατά τη γνώμη μου πιο σωστή. […] Η σημαντικότερη αλλαγή όμως που έκανε ο Βολανάκης είναι στο ίδιο το έργο. Με τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία του παρουσίασε ένα νέο, ζωντανό και τρομερά ενδιαφέρον έργο. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι παρουσιαζόταν σε παλαιότερες παραστάσεις στην Ελλάδα. Και αυτό δεν είναι λίγο. Κρύβει πίσω του πολλή και λεπτομερειακή δουλειά. Και με το κείμενο και με τους ηθοποιούς του. Το κείμενο δεν είχε κανένα σημείο που να «ακούς τη μετάφραση». Άκουγες ελληνικά, καθαρά, χωρίς εκζητήσεις και χωρίς μεταφραστικές εξυπνάδες. Δεν είχε «ρητορείες» και «ρομαντισμούς», που αδίκως είχαν χρεωθεί στον Ίψεν. Αυτό το κείμενο μπορούσε πια να μιληθεί φυσικά από τους ηθοποιούς, που ελεύθεροι από λεκτικά στραμπουλήγματα, είχαν την άνεση να το δουλέψουν άνετα και να δοκιμάσουν τις υποκριτικές αναζητήσεις τους. Και αυτό έκαναν. Όλοι. Σε ρόλους δύσκολους, απαιτητικούς, παγιδευτικούς, που μπορούν εύκολα να παρασύρουν τους ηθοποιούς σε ευκολίες και σε κλισέ. Κανένας δεν έπεσε στην παγίδα. […] Μέσα στο εξαίρετο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα και τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου ο Ίψεν ζει ευτυχισμένες μέρες στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας.

Μηνάς Χρηστίδης, «Ένας νέος, “καινούριος” Ίψεν», Ελευθεροτυπία, 4 Μαρτίου 1995

 

Είμαστε ευτυχείς που αυτό το παρεξηγημένο έργο έπεσε στα χέρια ενός γρηγορούντος Μίνου Βολανάκη. Μεταφράζοντάς το, το διαπότισε με μια υπέροχη υγρασία, μια οργιώδη βλάστηση χρωμάτων, ήχων και διαθέσεων. […] Ο Βολανάκης έστησε μια έξοχη παράσταση, μια υποδειγματική ιψενική ανάγνωση που αποκαθιστά το έργο ως ιλαρή μεταφυσική «φάρσα». Ο Βολανάκης δίδαξε τους ρόλους στην κόψη του ξυραφιού, έπαιξε με τα διάκενα των λέξεων και έσπρωξε τις καταστάσεις έως τα άκρα χωρίς να βλάψει την ισορροπία της φόρμας. Οι χαρακτήρες έχουν βάρος και ταυτόχρονα υπερίπτανται, σαν τους γλάρους πάνω από τη θάλασσα με τα βαριά τους φτερά. Η Μπέττυ Αρβανίτη δημιουργεί τον καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, ρόλο της. Εύθραυστη, πείσμων, αλλοπαρμένη, ερωτική και εσωστρεφής, έως την τελική σκηνή, που με τρόπο έξοχο «λύνεται». Ο Βόγλης έδειξε τη στέρεη στόφα του, τον εκπληκτικό τρόπο που αναπτύσσει ολίγο κατ’ ολίγο τον χαρακτήρα. Ένα αριστούργημα υποκριτικής αυτοσυγκράτησης. Ο Σ. Πέππας σχεδίασε έναν θαυμάσιο «κλόουν» μεταξύ σοβαρού και γελοίου. Η Χρ. Σπηλιώτη είχε μια ευφορία υποκριτική που την εφοδίασε με μια δροσιά και μια ενεργητικότητα λαμπερή. Η Χρ. Παπαμίχου έχει προσόντα και τα ανέδειξε με άνεση. Βιασμένος ηλικιακά λίγο ο Μπάλεστεντ του Δ. Μανουσάκη αλλά καλά σχεδιασμένος ως τραγικός τζουτζές. Ο δύσκολος ρόλος του Λύγκστραντ που κινδυνεύει να πέσει εύκολα στο μελόδραμα ή στο γελοίο κρατήθηκε σε ανεκτά όρια από τον νεαρό Δημ. Σίνη. Θαρρώ πως ο Βολανάκης έλυσε τα προβλήματα ύφους της παράστασης μέσω αυτού του ρόλου-κλειδιού. Ο αινιγματικός Ξένος του Κ. Ρηγόπουλου είχε μια σαγηνευτική απειλή ως φιγούρα που ο λόγος του ηθοποιού την υποσίτιζε, αλλά το όλον είχε ποιητικό κύρος. Ο Πάτσας κατασκεύασε έναν χώρο ποιητικά εξαίσιο και λειτουργικά πειστικό. Ξεπέρασε τον εαυτό του.

Κώστας Γεωργουσόπουλος, «Η έξοδος από τον κύκλο», Τα Νέα, 9 Ιανουαρίου 1995

 

Ευτύχημα μεταφραστικό, σκηνοθετικό και ερμηνευτικό είναι η παράσταση του έργου από τον θίασο «Πράξη» στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας». Ο Μίνως Βολανάκης με τη θέρμη και τη θεατρική «γλυκύτητα» της μετάφρασής του, με τη ρεαλιστική και ταυτόχρονα ποιητικά ατμοσφαιρική σκηνοθετική «ανάγνωσή» του, με τη λεπτομερειακή δουλειά του στην υποκριτική των ηθοποιών, απέδωσε όλη τη μυθοπλαστική, ψυχογραφική και κοινωνιολογική ακτινοβολία τού –αδικημένου ερμηνευτικά κατά το παρελθόν– ιψενικού αυτού έργου. Πολύτιμος συμπαραστάτης του στην υψηλή αισθητική της παράστασης υπήρξε ο Γιώργος Πάτσας, με το ευφυές (από λειτουργική άποψη) και υποβλητικό (από εικαστική) σκηνικό και τα καλαίσθητα κοστούμια του. Η Μπέττυ Αρβανίτη, σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, πλάθει με ακρίβεια και ψυχοσωματική ευαισθησία ένα «στοιχειωμένο» από τον έρωτα της ελευθερίας πλάσμα, που ευδαιμονεί στο τέλος με την κατάκτησή της. Ο Γιάννης Βόγλης, έξοχα λιτός και ανθρώπινος, είναι η ερμηνεία (η καλύτερη της παράστασης) που προβάλλει καθάρια τον ρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου.

Θυμέλη, «Η κυρία από τη θάλασσα στο “Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας”», Ριζοσπάστης, 17 Ιανουαρίου 1995

 

Όταν θέλει ο Βολανάκης δεν πιάνεται! […] Εδώ όμως δεν είναι η κατάλληλη θέση για ν’ αναλύσουμε το φαινόμενο Βολανάκης. Αυτό θα το αναλάβει η ιστορία του θεάτρου μας, που του χρωστάει μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της, με τη συνδρομή ηθοποιών που, κι αυτοί, του χρωστάνε μερικές από τις λαμπρότερες ερμηνείες τους. Και μέσα σ’ αυτούς μία από τις καλύτερες θέσεις ασφαλώς κατέχουν η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Γιάννης Βόγλης. Είναι ολοφάνερο πως συνεργάζεται καλά μαζί τους. Γιατί όλη η Αθήνα σήμερα συζητάει την ερμηνεία του Γιάννη Βόγλη, ενός δυνατού και συγκρατημένου ηθοποιού, ο οποίος εδώ, στον αχάριστο ίσως ρόλο του συζύγου με την υπερβολικά μεγάλη κατανόηση (ή έστω με την υπερβολικά μεγάλη αγάπη), επιβάλλει και την παρουσία και την προσωπικότητά του, σε σημείο να φτάνει σε μιαν αλήθεια που πιθανόν ούτε ο συγγραφέας να είχε αντιμετωπίσει τόσο ρεαλιστικά. Η Μπέττυ Αρβανίτη έχει μια φυσική ευκολία να ερμηνεύει τις «νεραϊδοπαρμένες» ηρωίδες, γιατί και η σιλουέτα και το είδος της ομορφιάς της και ο μουσικός δισταγμός την κινήσεών της, αλλά κυρίως μια κάποια «αφηρημάδα» στο βλέμμα, την οποία ξέρουν να εκμεταλλεύονται λαμπρά τόσο ο Βολανάκης όσο και η ίδια, εδώ θαρρείς και έγιναν ειδικά γι’ αυτό τον ρόλο.

Ροζίτα Σώκου, «Όταν θέλει ο Βολανάκης δεν πιάνεται!», Απογευματινή, 14 Φεβρουαρίου 1995

 

CREATED BY GRAVITY.GR